επιφυλλιδογραφικός

επιφυλλιδογραφικός
-ή, -ό
που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφυλλιδογραφία ή τον επιφυλλιδογράφο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιφυλλιδογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφυλλίδα ή στον επιφυλλιδογράφο. επίρρ... επιφυλλιδογραφικώς και ά κατά τον τρόπο που γράφεται η επιφυλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”